μετάπλασμα

μετάπλασμα
το
ουσία που βελτιώνει τις φυσικές ιδιότητες του εδάφους, το λίπασμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μετάπλασμα — το (γεωπ.) συν. στον πληθ. τα μεταπλάσματα ουσίες χρήσιμες για τη βελτίωση τών φυσικών και χημικών ιδιοτήτων τού εδάφους, όπως είναι η άμμος, η άργιλος, ο ασβέστης, οι κομπόστες κ.ά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”